
Πέθανε πασίγνωστος ηθοποιός
Σύμφωνα με πληροφορίες από protothema.gr, ο θρύλος του Χόλιγουντ πέθανε στο απομονωμένο ορεινό καταφύγιό του – Η ήρεμη ζωή που επέλεξε μακριά από τη φήμη, τα κόκκινα χαλιά και τον θόρυβο του Χόλιγουντ
Την τελευταία του πνοή σε ηλικία 89 ετών άφησε ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ στο σπίτι του στη Γιούτα, εκεί όπου είχε επιλέξει να ζήσει τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του, μακριά από τον θόρυβο της κινηματογραφικής βιομηχανίας.
Σύμφωνα με τους New York Times, ο θρυλικός ηθοποιός, σκηνοθέτης και ιδρυτής του Sundance πέθανε στο ορεινό του καταφύγιο, επιβεβαιώνοντας με τον πιο ήσυχο τρόπο τη βαθιά ανάγκη του για απομόνωση, ιδιωτικότητα και ουσία.
Ο Ρέντφορντ ήταν πάντα αντίθετος με τον τίτλο του σταρ. Παρά τη διεθνή φήμη, τα Όσκαρ και τις αμέτρητες επιτυχίες, διαχώριζε απόλυτα τη δημόσια εικόνα από την προσωπική του ταυτότητα.
Σε μία από τις τελευταίες του συνεντεύξεις στο Vanity Fair, όπου συζητούσε για τις ταινίες του, είπε ότι το πιο δύσκολο και λιγότερο ευχάριστο μέρος της δουλειάς του ήταν η προώθηση ενός φιλμ.
Ενώ του άρεσε πάντα η δουλειά πίσω από τις κάμερες, τα φώτα της δημοσιότητας και της προώθησης ήταν κάτι που ποτέ δεν ισορροπούσε με τη φασαρία που τα συνοδεύει.
Παρά τη φήμη και τις διακρίσεις, ο Ρέντφορντ ποτέ δεν αποδέχτηκε τον ρόλο του σταρ, επιλέγοντας να κρατά τη δημόσια εικόνα του μακριά από την προσωπική του ζωή
Ήδη από τη δεκαετία του 1960, είχε εγκαταλείψει το Λος Άντζελες και είχε εγκατασταθεί μόνιμα στη Γιούτα.
Εκεί, αγόρασε μια απομονωμένη έκταση και έκτισε ένα λιτό σπίτι από πέτρα και ξύλο, μην επιθυμώντας να ακολουθήσει τη ζωή των υπολοίπων του Χόλιγουντ.
Δεν εμφανιζόταν σε πάρτι, δεν έκανε δημόσιες σχέσεις, δεν συντηρούσε προσωπικό brand. Το σπίτι του έγινε καταφύγιο, όχι μόνο για τον ίδιο, αλλά και για δημιουργούς που ήθελαν να δουλέψουν χωρίς συμβιβασμούς – μέσω του Sundance Institute, που ίδρυσε εκεί το 1981.
Το φεστιβάλ Sundance έγινε προέκταση της προσωπικής του φιλοσοφίας: στήριξη στους σιωπηλούς, σε εκείνους που δεν είχαν βήμα.
Ο Ρέντφορντ προτιμούσε να ζει στη φύση, να περνά χρόνο μόνος και να εργάζεται αθόρυβα για την καλλιτεχνική ελευθερία των άλλων. Οι δημόσιες εμφανίσεις του ήταν ελάχιστες, και τα τελευταία χρόνια σχεδόν ανύπαρκτες.
Ο Ρέντφορντ κρατούσε την προσωπική του ζωή μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας
Ο ίδιος απέφευγε να μιλά για την προσωπική του ζωή και δεν συντηρούσε καμία δημόσια περσόνα. Είχε παντρευτεί δύο φορές και είχε αποκτήσει τέσσερα παιδιά, ωστόσο απέφευγε να εμφανίζεται μαζί τους στα μέσα ενημέρωσης.
Η οικογενειακή του ζωή ήταν ιερή και απροσπέλαστη. Είχε βιώσει την απώλεια του πρώτου του γιου, γεγονός που τον σημάδεψε και ενίσχυσε ακόμη περισσότερο την ανάγκη του για απομόνωση, αλλά και του γιου του Τζέιμς που πέθανε από καρκίνο το 2020.
Στην τελευταία του εμφάνιση μπροστά από τις κάμερες –μια σιωπηλή σκηνή στο Dark Winds το 2025– επέλεξε ξανά να εκφραστεί χωρίς λόγια, χωρίς πρόσωπο-μάσκα, χωρίς εξήγηση. Όπως ακριβώς έζησε. Και όπως ακριβώς έφυγε.
Η πρώτη φορά που συμμετείχε σε κινηματογραφική ταινία ήταν το 1962, στο ανεξάρτητο War Hunt (Ο πόλεμος μας έκανε σκληρούς), το οποίο γυρίστηκε μέσα σε δύο εβδομάδες.
Το 1965, έπαιξε στο Situation Hopeless… But Not Serious, το οποίο ήταν η πρώτη του επίσημη ταινία. Την ίδια χρονιά, συμπρωταγωνίστησε με τους Νάταλι Γουντ και Κρίστοφερ Πλάμερ, στο Inside Daisy Clover, του Ρόμπερτ Μάλιγκαν, το οποίο προτάθηκε, τελικά, για δύο βραβεία Όσκαρ, ενώ ο ίδιος ο Ρέντφορντ κέρδισε την πρώτη του Χρυσή Σφαίρα, αφού ανακηρύχθηκε ο πιο πολλά υποσχόμενος ηθοποιός.
Το 1966, του δόθηκε ο ρόλος του σερίφη στο The Chase, του Άρθουρ Πεν, όμως, ο ίδιος επέλεξε αυτόν του κατάδικου. Ο σερίφης ενσαρκώθηκε από το Μάρλον Μπράντο. Επίσης, συνεργάσθηκε και πάλι με τη Νάταλι Γουντ, αυτή τη φορά, για το This Property Is Condemned, του Σίντεϊ Πόλακ, το οποίο είχε βασιστεί στο ομότιτλο έργο του Τένεσι Ουίλιαμς.
Το 1967, πρωταγωνίστησε μαζί με την Τζέιν Φόντα στην κινηματογραφική εκδοχή του Barefoot in the Park. To 1968, υπέγραψε συμφωνία για το γύρισμα μιας ταινίας γουέστερν με την Paramount.
Ωστόσο, αθέτησε την υπόσχεσή του, με αποτέλεσμα η υπόθεση να οδηγηθεί στα δικαστήρια και ο Ρέντφορντ να μείνει για αρκετό χρονικό διάστημα χωρίς δουλειά. Το 1969, πρωταγωνίστησε στο γουέστερν Οι δύο ληστές του Τζορτζ Ρόι Χιλ, μαζί με τον Πωλ Νιούμαν.
Ο Ρέντφορντ κατάφερε να κερδίσει τους υπόλοιπους υποψήφιους (Στιβ Μακ Κουήν, Μάρλον Μπράντο, Γουόρεν Μπίτι), για το δεύτερο πρωταγωνιστικό ρόλο. Η ταινία αυτή είχε μεγάλη επιτυχία, καθώς βραβεύθηκε με τέσσερα Όσκαρ.
Ωστόσο, απέρριψε πρωταγωνιστικούς ρόλους στα Ποιος Φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ; και Ο πρωτάρης του Μάικ Νίκολς, επειδή ανησυχούσε για την πιθανή δημιουργία του στερεοτύπου του ξανθού αρσενικού.
Στη συνέχεια, πρωταγωνίστησε σε ταινίες που είχαν μέτρια απήχηση, όπως, το Downhill racer, του Μάικλ Ρίτσι (1969). Παρ’ όλα αυτά κέρδισε βραβεία BAFTA καλύτερου ηθοποιού για το Downhill racer και το Tell them Willie Boy is here.
Πηγή